Καθρέφτης το Φεβρουάριο
Η μέρα χαράζει με άρωμα μούχλας και βροχής,
οργωμένου εδάφους, σκοταδιασμένων δέντρων,
ψυχρού αέρα κρεβατοκάμαρας.
Kάτω από το θαμπό φως της λάμπας,
μισοντυμένος- το κεφάλι μου κολλημένο
σε μια ψυχαναγκαστική φαντασίωση-
σκουπίζω το ξυρισμένο μου σαγόνι, παύω και κοιτώ,
καρφωμένος από ένα σκοτεινό εξαντλημένο μάτι,
ένα στεγνό πεσμένο στόμα.
Φαίνεται πάλι ότι ήλθε ο καιρός να μάθω,
που, προσώρας, επανακάμπτω.
Σ’ αυτόν τον ακάματο, ετοιμόρροπο
τόπο της ωρίμασης,
Τώρα διάβασα ξεκάθαρα,
στον καθρέφτη της ψυχής μου,
ότι ατένισα την ύστερή μου νεότητα
και κάτι περισσότερο ̇
γιατί συμβαίνει να μην έχουν ολοκληρωθεί,
όσοι φτάνουν τα έτη του Χριστού.
Κάτω από το παράθυρό μου
τα μισοξύπνια δέντρα,
καλοκλαδεμένα για την καρποφορία,
στέκουν παραμορφωμένα
υποφέροντας τις βάναυσες αναγκαιότητες
Και πώς η σάρκα να μην τρέμει
ό,τι χρόνο με το χρόνο
ακρωτηριάζεται περισσότερο;
Δυσαρεστημένος λοιπόν
Τυλίγω την πετσέτα μου με όση αξιοπρέπεια διαθέτω,
λογίζοντας τον εαυτό μου
όχι νέο, ούτε ανανεώσιμο, αλλά άνδρα.
(Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος)
Mirror in February
The day dawns with scent of must and rain,
Of opened soil, dark trees, dry bedroom air.
Under the fading lamp, half dressed – my brain
Idling on some compulsive fantasy-
I towel my shaven jaw and stop, and stare,
Riveted by a dark exhausted eye,
A dry downturning mouth.
It seems again that it is time to learn,
To which, for the time being, I return.
In this untiring, crumbling place of growth
Now plainly in the mirror of my soul
I read that I have looked my last on youth
And little more; for they are not made whole
That reachthe age of Christ.
Below my window the awakening trees,
Hacked clean for better bearing, stand defaced
Suffering their brute necessities,
And how should the flesh not quail that span for span
Is mutilated more? In slow distaste
I fold my towel with what grace I can,
Not young and not renewable, but man.