Τα παιδιά του τραίνου
Όταν σκαρφαλώναμε στην πλαγιά του σκάμματος
ήμασταν οπτικά στο ίδιο επίπεδο με τα λευκά φλυτζάνια
των τηλεγραφικών στύλων και των γραμμών που τσιτσίριζαν.
Σαν έργο υπέροχης φυσικής ελευθερίας
σχημάτιζαν καμπύλες μιλίων ανατολικά
και καμπύλες μιλίων δυτικά, πέρα από μας
βουλιάζοντας κάτω από το βάρος των χελιδονιών.
Ήμασταν μικροί και νομίζαμε ότι δεν κατείχαμε
κάποια αξιόλογη γνώση. Υποθέταμε ότι οι λέξεις ταξίδευαν
ενσύρματα μέσα σε θήκες βροχοσταλίδων
Κάθε μία έφερε το σπόρο του ουρανίου φωτός,
τη λάμψη των γραμμών
Και εμείς μικροί σε κλίμακα απειροελάχιστοι
Xωρούσαμε να περάσουμε από τo μάτι μιας βελόνας.
Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος
Seamus Justin Heaney (1939-2013)
The railway children
When we climbed the slopes of the cutting
We were eye-leveled with the white cups
Of the telegraph poles and the sizzling wires.
Likely lovely freehand they curved for miles
East and miles west beyond us, sagging,
Under their burden of swallows.
We were small and thought we knew nothing
Worth knowing. We thought words travelled the wires
In shiny pouches of raindrops,
Each one seeded full with light
Of the sky, the gleam of the lines, and ourselves
So infinitesimally scaled
We could stream through the eye of a needle.