Τα απομνημονεύματα ενός πεσόντα κότσυφα
Τους άρεσα όταν πετούσα
και είχα το σθένος να σφυρίζω και να τραγουδώ,
αλλά τώρα που είμαι στο χωμάτινο κρεβάτι
κανείς δεν έρχεται για να με συντροφέψει εδώ.
Στη δημοσιά έχοντας μεσοκόψει την απόσταση
ανάμεσα στο Δυτικό Nιουκάστλ και την Άμπιφιλ,
με χτύπησε μια ορμητική νταλίκα
κι αυτό ήτανε το τέλος της δικής μου διαδρομής.
Αργότερα με μάζεψε από την άκρη
με τη λεπτή τσουγκράνα του ένας νεαρός
μ΄έφερε στα χέρια του, που έτρεμαν, και κοίταζε
με κοίταζε για τέταρτο της ώρας στρογγυλό.
Eμέ -κι ύστερα μ΄απίθωσε στο έδαφος
έσκαψε με τα χέρια του έναν τάφο επιφανειακό
η ψυχή του, καθώς με σκέπαζε, πέρασε μέσα μου
και από τότε φοβάμαι γι΄αυτόν κι ανησυχώ.
Τους άρεσα όταν πετούσα
και είχα το σθένος να σφυρίζω και να τραγουδώ,
αλλά τώρα που είμαι στο χωμάτινο κρεβάτι
κανείς δεν έρχεται για να με συντροφέψει εδώ.
Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος
Paul Durcan, (1944 – —)
Memoirs of a fallen blackbird
They liked me when I was on the wing
And I could whistle and I could sing;
But now that I am in my bed of clay
They come no more to be with me.
It was on the main road halfway between
Newcastle West and Abbeyfeale;
A juggernaut glanced me as it passed me by
And that was the end of the road for me.
Later that day, as I lay on the verge,
A thin rake of a yοung man picked me up
Into his trembling hands, and he stared
At me full quarter of an hour, he stared.
At me and then he laid me down
And with hands scooped me a shallow grave;
His soul passed into me, as he covered me o΄er;
I fear for him now where ΄er he be.
They liked me when I was on the wing
And I could whistle and I could sing;
But now that I am in my bed of clay
They come no more to be with me.