Η γερόντισσα των δρόμων
Aχ, και να είχα ένα σπιτάκι!
Τη γη να ορίζω, τη θέση του, τα πάντα!
Το σωριασμένο πάνω στη φωτιά χορτάρι,
Τη θημωνιά της τύρφης,που ακουμπά στον τοίχο!
Να έχω ρολόι με βάρη και αλυσίδες
Και εκκρεμές να αιωρείται πάνω-κάτω!
Ένα μπουφέ με πορσελάνες που ν΄αστράφτουν.
Στικτές, λευκές, γαλάζιες, καφετιές!
Όλη τη μέρα θα καταγινόμουν
Με το καθάρισμα της γης και του δαπέδου,
Και θα κανόνιζα πάλι στο ράφι
Τ’ άσπρα, γαλάζια και στικτά μου πιατικά!
Γαλήνια θα ‘μενα εκεί τη νύκτα
Πλάι στη φωτιά και στον εαυτό μου,
Βέβαιη για την ύπαρξη μιας κλίνης
Κι απρόθυμη να εγκαταλείψω
Το ρολόι με το χτύπημά του
Και τις λαμπρές μου πορσελάνες!
Ω! έχω βαρεθεί τη σκοτεινιά και την ομίχλη
Τους δρόμους που δεν έχουν οίκημα, oύτε κλαδί
Έχω κουραστεί από τoν τυρφώνα και το δρόμο,
Από το ουρλιαχτό του ανέμου και την ερημία!
Στο Θεό πέμπω ψηλά την προσευχή μου
Ζητώ απ΄ Αυτόν νύχτα και μέρα
Να μου χαρίσει ένα σπιτάκι-ένα σπίτι ολόδικό μου-
Έξω από το δρόμο της βροχής και του αγέρα.
Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος
Padraic Colum (1881-1972)
An old woman of the roads
O, to have a little house!
To own the hearth and stool and all!
The heaped up sods upon the fire,
The pile of turf against the wall!
To have a clock with weights and chains
And pendulum swinging up and down!
A dresser filled with shining delph,
Speckled and white and blue and brown!
I could be busy all the day
Clearing and sweeping hearth and floor,
And fixing on their shelf again
My white and blue and speckled store!
I could be quiet there at night
Beside the fire and by myself,
Sure of a bed and loth to leave
The ticking clock and the shining delph!
Och! but I’m weary of mist and dark,
And roads where there’s never a house nor bush,
And tired I am of bog and road,
And the crying wind and the lonesome hush!
And I am praying to God on high,
And I am praying Him night and day,
For a little house – house of my own –
Out of the wind’s and the rain’s way.