Η ορισμένη μέρα για το γάμο μας
Στους Ιρλανδούς
Oρίστηκε η μέρα για το γάμο μας
Η πόλη γέμισε με άλογα,
Υπήρχαν ιερείς και αδελφοί
Που μουρμουρίζανε τα λόγια της γαμήλιας τελετής,
Τα φαγητά και τα ποτά επάνω στο τραπέζι,
Η άρπα και το σαγηνευτικό βιολί
Τα παρανυφάκια σκέφτηκα μετά
Που θα συνόδευαν τον πολυαγαπημένο μου.
Πηγαίνετε τα νέα στο συγγενολόι μου
Ότι η θάλασσα άρπαξε το ταίρι μου
Και ότι η αγάπη μου που ελάφραινε
Τον αέρα κάθε αντάμωσης,
Αυτός που ήταν ικανός να καλοπαντρευτεί
Του Γάλλου Βασιλιά τη θυγατέρα
Κείται βαρύς επάνω στο κρεββάτι
Που στόλισαν για την περίσταση του γάμου μας.
Τα τέρατα απόκτησαν τα μάτια του
Και τα καβούρια το στόμα που με φίλησε
Τα φωτεινά λευκά του χέρια
Κατασπάραξε ο μέγας σολωμός,
Οι μπούκλες του γίνανε αλατισμένοι κόμποι,
Εμένα η θάλασσα με άφησε να ζήσω-
Εύχομαι να σαπίσουν οι ατζαμήδες
Που έχτισαν το σκαφίδι που τον έπνιξε.
Mετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος
Donagh MacDonagh (1912-1968)
Ιρλανδός ποιητής, συγγραφέας και δικαστής
The day set for our wedding
After the Irish
The day is set for our wedding
The town was full of horses,
There were priests and brothers murmuring
The words of the wedding service,
The feast upon the table,
The harp and charming fiddle,
Little the bridesmaids thought then
That they ΄d lay out my darling.
Τake tidings to my people
That the sea has widowed me
And that my love who lightened
The air at any meeting,
Who would have been well mated
With the King of France΄s daugher
Is heavy on the bed
They decked out for our bridal.
The monsters have his eyes
And crabs the mouth that kissed me,
His two, bright white hands
Devoured by the great salmon,
His curls tangled with salt
Are all the sea has spared me-
And may they rot, the botches
Who built the boat that drowned him.